ταξιανθία — Σύνολο ανθών, που είναι ενωμένα και διατεταγμένα κατά διάφορο τρόπο για κάθε είδος φυτού. Η τ. είναι χαρακτηριστική για καθένα από τα είδη αυτά. Κάθε τ. φέρεται από ένα μίσχο που συνεχίζεται στον κύριο άξονά της, επάνω στον οποίο προσφύονται… … Dictionary of Greek
Σκιροφόρια — Αρχαία αθηναϊκή γιορτή προς τιμήν της θεάς Αθηνάς. Την τελούσαν στις 12 του μηνός Σκιροφοριώνα (Ιούνιος Ιούλιος). Στο διάστημα της γιορτής μεταφερόταν σε πομπή από την Ακρόπολη στην Ιερά Οδό το μεγάλο λευκό σκιάδιο (σκίρον), και κάτω από το… … Dictionary of Greek
άνθος — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… … Dictionary of Greek
ανθός — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… … Dictionary of Greek
κρεμμύδι — Λαχανικό της οικογένειας alliaceae, γνωστό με την επιστημονική ονομασία Allium cepa. Πρόκειται για μονοκοτυλήδονη αειθαλή πόα, που μπορεί να φθάσει σε ύψος τα 60 εκ. Ανθοφορεί από τον Ιούνιο έως τον Ιούλιο και τα άνθη της είναι ερμαφρόδιτα και… … Dictionary of Greek
μέδουσα — Νηκτική μορφή των κνιδοζώων, η οποία είναι προσαρμοσμένη για πλαγκτονική διαβίωση. Οι μ. αντιπροσωπεύουν, γενικά, τα ελεύθερα στάδια του κύκλου ζωής των υδροζώων και των σκυφοζώων, ο οποίος περιλαμβάνει εναλλαγή γενεών και διμορφισμό (μεταγένεση) … Dictionary of Greek
σκίρον — και σκίρρον και εσφ. γρφ. σκῡρον, τὸ, ΜΑ μσν. εσχάρα έλκους, κρούστα, κάκαδο αρχ. 1. ο εξωτερικός φλοιός τού τυριού 2. αποξηραμένες βρομιές, ακαθαρσίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκῖρος, (ὁ) «σκληρή γη» με αλλαγή γένους. Ο τ. σκῦρον είναι εσφ. γρφ., πιθ. κατ … Dictionary of Greek
σκιαδοφόρος — α, ο / σκιαδοφόρος, ον, ΝΑ, θηλ. και σκιαδιοφόρος Ν, και σκιαδηφόρος Α αυτός που κρατά σκιάδιο, δηλαδή ομπρέλα για τον ήλιο νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σκιαδοφόρα βοτ. οικογένεια αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής τάξης κορνώδη, με 275… … Dictionary of Greek
Μέδουσα — Νηκτική μορφή των κνιδοζώων, η οποία είναι προσαρμοσμένη για πλαγκτονική διαβίωση. Οι μ. αντιπροσωπεύουν, γενικά, τα ελεύθερα στάδια του κύκλου ζωής των υδροζώων και των σκυφοζώων, ο οποίος περιλαμβάνει εναλλαγή γενεών και διμορφισμό (μεταγένεση) … Dictionary of Greek
απήγανος — Πολυετές φυτό με αποξυλωμένη βάση και όψη μικρού θάμνου. Ανήκει στην οικογένεια των ρουτιδών που περιλαμβάνει είδη κυρίως των θερμών περιοχών, ξυλώδη και με έντονο άρωμα. Αυτοφυής σε ξηρούς πετρώδεις τόπους της μεσογειακής ζώνης, ο α. έχει φύλλα… … Dictionary of Greek